μικρ(ο)-

μικρ(ο)-
(ΑΜ μικρ[ο])
τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο-, χαμο-, υπο- κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β' συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β' συνθετικό (πρβλ. μικροϊδιοκτήτης, μικροπρεπής, μικρέμπορος). Για την ευρύτητα τής χρήσης και τής σημ. μεταξύ τών μικρο- και λιγο
βλ. λ. λιγο-. Διά τού συστήματος μικρ(ο)- σχηματίστηκαν στην ξένη ορολογία γνήσια δάνεια από την Ελληνική, τα οποία εισήχθησαν στην Ελληνική ως αντιδάνειοι επιστημονικοί όροι είτε ως προς τα δύο συνθετικά τής λ. (πρβλ. μικροχημεία, γαλλ. microchimie
μικροθερμία, γαλλ. microthermie) είτε ως προς το β' συνθετικό (πρβλ. μικροδιαχωριστής, αγγλ. microsplitter μικροδομή, αγγλ. microstructure). Τέλος, το μικρο- χρησιμοποιείται ως πρόθεμα μετρολογικό στη διεθνή μετρολογία με β' συνθετικό μονάδα μέτρησης και δηλώνει το ένα εκατομμυριοστό τού β' συνθετικού (πρβλ. μικροαμπέρ, μικροβόλτ, μικρογραμμάριο).Λέξεις με α' συνθετικό μικρ(ο)-: μικρέμπορος, μικρογραφία, μικρογραφώ, μικροδάκτυλος, μικρόθυμος, μικροκλέφτης, μικρολόγος, μικρομελής, μικρόμισθος, μικρόμματος, μικροπόνηρος, μικροπρεπής, μικροπρόσωπος, μικροπτέρυξ, μικροπύρηνος, μικροσκελής, μικρόστομος, μικρόσχημος, μικροτέχνης, μικρόφθαλμος, μικροφιλότιμος, μικρόφωνος, μικροχαρής, μικρόψυχος
αρχ.
μικραδικητής, μικραίτιος, μίκρασπις, μικραύλαξ, μικρόβοτρυς, μικρόβωλος, μικρογένειος, μικρογένεσις, μικρόγενυς, μικρογλάφυρος, μικροδοσία, μικρόδουλος, μικροθαύμαστος, μικροκαμπής, μικρόκαρπος, μικροκενόσπουδος, μικροκέραμον, μικροκίνδυνος, μικρόκλαδος, μικροκοίλιος, μικρόκομψος, μικροληψία, μικρόλυπος, μικρομεγέθης, μικρομερής, μικρομετρώ, μικρόμυρτος, μικρόπλεον, μικρόπνους, μικροποιός, μικροπολίτης, μικρόρραξ, μικρορροπύγιος, μικρορρώξ, μικρόσιτος, μικρόσοφος, μικρόσπλαγχνος, μικρόστηθος, μικροστόμιος, μικρόσφυγμος, μικρόσφυκτος, μικροτοκιστής, μικρότοπος, μικροτράπεζος, μικροτράχηλος, μικρότριχος, μικροφαγής, μικρόφαγος, μικροφάρυγξ, μικρόφρων, μικροφυής, μικρόφυλλος, μικρόχωρος, μικρώνυμος
αρχ.-μσν.
μικρογνωμοσύνη, μικρόπους
μσν.
μικροβασιλεύς, μικροβράζω, μικρογνώμων, μικροδιάστατος, μικροδόξαρο, μικροδύναμος, μικροκάρδιος, μικρολαλώ, μικρολέκανον, μικρόμαστος, μικροπαλληκαρόπουλο, μικροπαραθύριν, μικροπαραπόρτιν, μικροπόταμον, μικρόσιμος, μικροστεναγμός, μικροσχήμων, μικροτελεστής, μικροτερπής, μικροϋποκριτής, μικρόχρονος
μσν.- νεοελλ.
μικροκαλυβα, μικρόκοσμος, μικρόμυτος, μικρόνησος, μικροπόδαρος, μικρόπτερος
νεοελλ.
μικραισθησία, μικρανεψιός, μικράνθρωπος, μικρασιάτης, μικραστήρ, μικρεγκεφαλία, μικροαγγειοπάθεια, μικροαερόβιος, μικροαερόφιλος, μικροακτινογράφηση, μικροακτινογραφία, μικροακτινόμετρο, μικροαμπέρ, μικροαμπερόμετρο, μικροανάλυση, μικροανευρυσμάτιο, μικροανρί, μικροαντίγραφο, μικροαπατεώνας, μικροαπόλαυση, μικροαπολίθωμα, μικροαπόφαση, μικροαστός, μικροατμόσφαιρα, μικροατύχημα, μικροβακτηρίδιο, μικροβαρογράφος, μικροβασίλειο, μικροβάτ, μικροβατικός, μικροβιαιμία, μικρόβιο, μικροβιομηχανία, μικρόβιος, μικροβόλτ, μικροβράχιος, μικρογαλάκτωμα, μικρογαμέτης, μικρογαστρία, μικρογάστωρ, μικρογεννητοσωμία, μικρογλοία, μικρογλυφία, μικρόγλωσσος, μικρογναθία, μικρογραμμάριο, μικρογράμματος, μικρογρανίτης, μικρογράφος, μικρογυρία, μικροδακτυλία, μικροδείχνω, μικροδιακενώσεις, μικροδιαφορά, μικροδιαχωριστής, μικροδομή, μικροδοντία, μικροδουλειά, μικρόδους, μικροεξέλιξη, μικροέξοδο, μικροεπαγγελματίας, μικροεπεξεργαστής, μικροεπιτηδευματίας, μικροεπιχειρηματίας, μικροεπιχείρηση, μικροζυγός, μικροζωάριο, μικρόζωο, μικροηλεκτρονική, μικροηλεκτροφόρηση, μικροθερμιδομετρία, μικροθερμιδόμετρο, μικροθρεπτικός, μικροθρόμβωση, μικροϊδιοκτήτης, μικροϊνίδιο, μικροΐντσα, μικροκαθετήρας, μικροκαμωμένος, μικροκάμωτος, μικροκανονικός, μικροκαρδία, μικροκασέτα, μικροκατάσταση, μικροκατεργάρης, μικρόκεντρος, μικροκέφαλος, μικροκινηματογράφος, μικροκινησιομετρία, μικροκινητήρας, μικροκιουρί, μικροκλεψιά, μικροκλίμα, μικροκλιματολογία, μικροκλοπή, μικροκοινωνιολογία, μικρόκοκκος, μικροκομματικός, μικροκονίδιο, μικροκούκι, μικροκρανία, μικροκρύσταλλος, μικροκτηματίας, μικροκυκλικός, μικροκύκλωμα, μικροκυκλώνας, μικροκύματα, μικροκυματισμός, μικροκυματοθεραπεία, μικροκύστη, μικροκυτταραιμία, μικροκύτταρο, μικροκωμία, μικρολεπιδόπτερα, μικρολεπτομέρεια, μικροληστής, μικρολιθίαση, μικρόλιθος, μικρολογιστική, μικρόλυχνος, μικρολωποδύτης, μικρομάγαζο, μικρομανία, μικρομέγαλος, μικρομερίδιο, μικρομερισμός, μικρομεσαίος, μικρομετεωρίτης, μικρομετρία, μικρόμετρο, μικρομονάδα, μικρομορφολογία, μικρομούρης, μικρόμυαλος, μικρομύκητας, μικρόμυς, μικρομύτης, μικρόνους, μικροοικονομία, μικροοικονομική, μικροοργανισμός, μικροπαλαιοντολογία, μικροπανίδα, μικροπαντρεύω, μικροπερθίτης, μικροπεριβάλλον, μικροπηγματίτης, μικροπούλια, μικροπράγματα, μικροπυκνόμετρο, μικροπυρήνας, μικρόρχις, μικρόσαρκος, μικροσκληρόμετρο, μικροσκοπία, μικροσκόπιο, μικρόσπερμος, μικροσπορία, μικρόσταθμος, μικρόσταχυς, μικροστοιχείο, μικροστομία, μικροσυνδετική, μικροσυμπλοκή, μικροσυμφέροντα, μικροσωληνίσκος, μικρόσωμα, μικρόσωμος, μικροταινία, μικροτέχνημα, μικροτεχνίτης, μικροτηλέφωνο, μικροτιτλοδότηση, μικροτομή, μικροτόμος, μικροτράγουδο, μικροτυπία, μικροϋπολογιστής, μικροφίλμ, μικροφιλόδοξος, μικροφυτικός, μικροφωτογραφία, μικρόχαρος, μικροχημεία, μικροχρονόμετρο, μικροχώρι, μικροψία, μικροώμ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μίκρ' — μῑκρά , μικρός small neut nom/voc/acc pl μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc/acc dual μῑκρά̱ , μικρός small fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μῑκρέ , μικρός small masc voc sg μῑκραί , μικρός small fem nom/voc pl μῑκρά , σμικρός small neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Великая Русь —  История России …   Википедия

  • Русь (название) — У этого термина существуют и другие значения, см. Русь (значения). Как следует из летописных источников, государство восточных славян Русь получило своё название по варягам руси. До призвания варягов территорию первого русского государства… …   Википедия

  • -άκι — Γλωσσ. υποκοριστική κατάληξη της Νεοελληνικής με τεράστια παραγωγική δύναμη. Χρησιμοποιείται στον σχηματισμό υποκοριστικών ουδετέρου γένους ουσιαστικών κυρίως, αλλά και επιθέτων (πρβλ. λιγ άκι, μικρ άκι) …   Dictionary of Greek

  • Μικρογένεσις — Μικρογένεσις, ἡ (Α) η μικρή Γένεσις, από τα απόκρυφα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + γένεσις] …   Dictionary of Greek

  • Χριστούλης — ο, Ν (υποκορ. τού Χριστός και με θωπευτική σημ.) καλός, γλυκός ή μικρός Χριστός («κάνε την προσευχή σου στον Χριστούλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + υποκορ. κατάλ. ούλης (πρβλ. μικρ ούλης)] …   Dictionary of Greek

  • κοντούτσικος — η, ο κάπως κοντός, λίγο κοντός, κοντούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (Ι) + υποκορ. κατάλ. ούτσικος (πρβλ. μικρ ούτσικος, στεν ούτσικος)] …   Dictionary of Greek

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • μίκρασπις — και σμίκρασπις, ιδος, ό και ἡ (Α) αυτός που έχει μικρή ασπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + ἀσπίς, ίδος (πρβλ. ρίψ ασπις] …   Dictionary of Greek

  • μικράνθρωπος — ο άνθρωπος μικρός, ευτελής, μηδαμινός, ανθρωπάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ώρα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”